- ανθελληνικός
- η , όν враждебный грекам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθελληνικός — ή, ό αυτός που διάκειται ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες, αυτός που βλάπτει τα συμφέροντά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί* + ελληνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον δημοσιογράφο Ικέσιο Γ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
ανθελληνικός — ή, ό αυτός που έχει εχθρική διάθεση ή ενεργεί εχθρικά προς τους Έλληνες: Σημειώθηκαν ανθελληνικές εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)